μοναδιαίος

μοναδιαίος
-α, -ο (Α μοναδιαῑος, -αία, -ον)
αυτός που έχει μέγεθος μονάδας
νεοελλ.
φρ. «μοναδιαίο διάνυσμα»
μαθημ. διάνυσμα τού οποίου το μέτρο είναι ίσο με την μονάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονάς, -άδος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μνα-ιαίος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μοναδιαίος πίνακας — Ο δυαδικός πίνακας (μήτρα) ο οποίος είναι τετραγωνικός, διαγώνιος και όλα τα στοιχεία της διαγωνίου του είναι ίσα με την μονάδα και συμβολίζεται με 1, Ι ή Ε. Αν ο πίνακας αυτός είναι διαστάσεων n x n (ο n φυσικός) τα στοιχεία του ij δίνονται από… …   Dictionary of Greek

  • μοναδιαίου — μοναδιαῖος of unit magnitude masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γκίλμπερτ — (gilbert). Στη φυσική, είναι η μονάδα της μαγνητεγερτικής δύναμης ή του μαγνητικού δυναμικού στο απόλυτο ηλεκτρομαγνητικό σύστημα μονάδων (CGS). Ονομάστηκε έτσι από τον Βρετανό φυσικό Γουίλιαμ Γκίλμπερτ (βλ. λ.) και συμβολίζεται με τα γράμματα gb …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”